- λιπομάρτυρας
- οο μάρτυρας που κλήθηκε στο δικαστήριο αλλά δεν παρουσιάστηκε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιπομάρτυρας — και λιπομάρτυς, ο μάρτυρας που κλητεύθηκε στο δικαστήριο και δεν παρουσιάστηκε κατά τη διεξαγωγή τής δίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + μάρτυς, τυρος] … Dictionary of Greek
λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… … Dictionary of Greek
λιπομαρτυρία — η [λιπομάρτυρας] η μη προσέλευση στο δικαστήριο ή στις ανακριτικές αρχές τού μάρτυρα ο οποίος κλητεύθηκε νομίμως … Dictionary of Greek
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek